ψιχαλίζει

ψιχαλίζει
Ν [ψιχάλα]
(τριτοπρόσ.) ρίχνει ψιλή βροχή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ψιχαλίζει — (ως απρόσ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ψιχαλίζει — ψιχάλισε, απρόσ., πέφτει λεπτή βροχή: Πάρε την ομπρέλα σου, γιατί ψιχαλίζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψεκάζω — ΝΑ, και ψακάζω Α [ψεκάς / ψακάς] νεοελλ. εκσφενδονίζω υγρό με ψεκαστήρα, ραντίζω («ψέκασα τις ελιές») αρχ. 1. βρέχω με μικρές σταγόνες, ψιλοβρέχω 2. (κυρίως τριτοπρόσ.) ψακάζει ψιχαλίζει, ψιλοβρέχει 3. παθ. ψακάζομαι υγραίνομαι με ψιλή βροχή …   Dictionary of Greek

  • ψιλοβρέχει — Ν (τριτοπρόσ.) βρέχει λίγο, ψιχαλίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο * + βρέχει] …   Dictionary of Greek

  • ψιχάλισμα — το, Ν [ψιχαλίζει] η πτώση ψιλής βροχής, ψιχαλητό …   Dictionary of Greek

  • ψιχαλιστός — ή, ό, Ν [ψιχαλίζει] (για υγρό) αυτός που πέφτει σε συνεχείς σταγόνες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”